μάζωμα

μάζωμα
Οικισμός (15 κάτ.) του νομού Πρεβέζης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πρεβέζης.
* * *
το (Μ μάζωμα) [μαζώνω]
το μάζεμα
νεοελλ.
παλμός, φόρα, αλλ. παραμάζωμα («πήρα μάζωμα και πήδησα το ρυάκι»)
μσν.
1. περισυλλογή
2. πλήθος
3. (ως πρόθ.) μαζί με...

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μάζωμα — το το μάζεμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λιομάζωμα — το η συλλογή τού ελαιοκάρπου, το μάζεμα τής ελιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιο (II)* + μάζωμα] …   Dictionary of Greek

  • παιδομάζωμα — Στρατιωτικός θεσμός της Oθωμανικής αυτοκρατορίας ο οποίος απέβλεπε στην επάνδρωση του σώματος των Γενιτσάρων και των ανακτορικών υπηρεσιών. Η αρχή του ανάγεται στο πρώτο μισό του 15ου αι. Η συχνότητα της ιδιότυπης αυτής στρατολογίας κυμαινόταν… …   Dictionary of Greek

  • Νικόπολις — I Αρχαία πόλη της Ηπείρου, στον λαιμό της χερσονήσου της Πρέβεζας, που την ίδρυσε ο Αύγουστος μετά τη ναυμαχία του Ακτίου (31 μ.Χ.). Η θέση όπου ιδρύθηκε η N. δεν είχε τα προσόντα για να ελκύσει την προσοχή των αρχαίων Ελλήνων. Οι αρχαίοι… …   Dictionary of Greek

  • συλλογή — η 1. συνάθροιση, μάζωμα: Συλλογή καρπών. 2. σύνολο πραγμάτων που έχουν συλλεχτεί: Κατάρτισε μια πλούσια συλλογή αρχαίων νομισμάτων. 3. επίμονη σκέψη, το να βυθίζεται κάποιος σε σκέψεις: Τον τρώει η συλλογή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”